ξυράφισμα

ξυράφισμα
το см. ξύρισμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξυράφισμα" в других словарях:

  • ξυράφισμα — και ξουράφισμα, το [ξυραφίζω] ξύρισμα …   Dictionary of Greek

  • ξύρησις — ξύρησις, ἡ (Α) [ξυρώ] 1. ξύρισμα, ξυράφισμα τής κεφαλής 2. ξύρισμα ως μέσο εξευτελισμού, εξευτελισμός κάποιου με ξύρισμα («καὶ ἐκάλεσε κύριος... ἐν τῇ ἡμερᾳ ἐκείνῃ κλαυθμὸν... καὶ ξύρησιν καὶ ζῶσιν σάκκων», ΠΔ) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»